- λευκομελανοδερμία
- η ιατρ. διαταραχή τής χρώσης τού δέρματος που συνίσταται σε εμφάνιση λευκών αχρωματικών κηλίδων, οι οποίες περιβάλλονται από υπερχρωματική ζώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomelanodermie < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + melanodermie < melan(o)- (< μέλας, -ανος) + -dermie (< -δερμία < δέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.